επιδιορισμός

επιδιορισμός
ο
1. παραπέρα καθορισμός, επιπρόσθετος προσδιορισμός.
2. (λογ.), προσδιορισμός του πλάτους έννοιας με την προσθήκη περισσότερων γνωρισμάτων, ώστε να μεγαλώσει το βάθος και να ελαττωθεί το πλάτος της (αντίθ. αφαίρεση).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιδιορισμός — ο [επιδιορίζω] 1. προσδιορισμός 2. η προσθήκη νέου γνωρίσματος σε μια έννοια, οπότε ελαττώνεται το πλάτος αλλά αυξάνεται το βάθος της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”